Το υπουργείο Εξωτερικών, που κανονικά θα έπρεπε να είναι η Μεγάλη Σχολή της Παγκόσμιας Διπλωματίας, πετυχαίνει πάντα να κερδίζει χρόνο υπέρ του... αντιπάλου
Λυπάμαι, αλλά δύσκολα μπορώ να πω κάτι καλό για την εξωτερική μας πολιτική. Κι όμως έχουμε τη μεγαλύτερη σε βάθος χρόνου διπλωματική πείρα. Αν η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως διατηρήθηκε επί 1.000 και πλέον χρόνια, τούτο το οφείλει, περισσότερο και από τη στρατιωτική και οικονομική της ισχύ, στην άριστα οργανωμένη διπλωματία της, η οποία διά των Φαναριωτών μεταβιβάστηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ξένος ιστορικός έχει γράψει ότι οι Έλληνες, μέσω των Φαναριωτών, κυβερνούσαν τον κόσμο, αφού αυτοί με τους περίφημους «δραγομάνους» συντόνιζαν την εξωτερική πολιτική της Πύλης. Φαναριώτες επίσης διαμόρφωσαν την εξωτερική πολιτική της Ελλάδος κατά την Επανάσταση και τα μετέπειτα χρόνια, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Μπορεί να λέγονται και να γράφονται εις βάρος τους πολλά, που αρκετά είναι σωστά, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτοί θεμελίωσαν από το τίποτα ελληνικό κράτος –όσο μικρό– που μέσα σε 90 χρόνια είχε τριπλασιασθεί.
Σήμερα κινδυνεύει να ακρωτηριασθεί!
Βέβαια υπάρχει και ο Ιων. Καποδίστριας, ο οποίος κατοχύρωσε διπλωματικά την ανεξαρτησία της Ελλάδος και έδιωξε στρατιωτικά από τα επιδικασθέντα σε μας εδάφη Αιγύπτιους και Τούρκους. Ο Καποδίστριας όμως γαλουχήθηκε πολιτικά-διπλωματικά με τη βενετσιάνικη και Ρωσική διπλωματική παράδοση που είναι εν πολλοίς συνέχεια της βυζαντινής. Ούτε πρέπει να παραβλέπεται ότι η Επανάσταση άρχισε με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τελείωσε (μάχη της Πέτρας, 12 Σεπτεμβρίου 1829) με τον Δημήτριο Υψηλάντη. Οι δύο αδελφοί ήσαν γόνοι μιας από τις επιφανέστερες φαναριωτικές οικογένειες.
Σήμερα, τι απομένει από την πολυαίωνη αυτή παράδοση; Το υπουργείο Εξωτερικών, που κανονικά θα έπρεπε να είναι η Μεγάλη Σχολή της Παγκόσμιας Διπλωματίας, διευθυνόμενο κατά κανόνα από απροσδιόνυσους, ακατάρτιστους διπλωματικά και ιστορικά ισχυρούς κομματικούς παράγοντες, πετυχαίνει πάντα να κερδίζει χρόνο υπέρ του... αντιπάλου! Αυτό επάθαμε με την άρση του εμπολέμου με την Αλβανία, με την ενδιάμεση συμφωνία με τους Σκοπιανούς και τις ποκίλες συμφωνίες με την Τουρκία.
Ο κ. πρωθυπουργός και ο κ. υπουργός Εθνικής Άμυνας διακηρύσσουν ότι η Ύμια είναι ελληνική. Καθώς και οι δύο είναι φιλοτάξιδοι, γιατί δεν πάνε να την επισκεφθούν; Τους διαβεβαιώ ότι θα βρουν πολύ ωραία κάππαρη! Ο νυν υπουργός επί των Εξωτερικών εφαρμόζει μία προσωπική, αυστηρά συγκεντρωτική διπλωματία, θέτοντας σε αχρηστεία αξιόλογα στελέχη, χωρίς να ενημερώνει –μυστικά εννοείται– την αξιωματική και υπαξιωματική αντοπολίτευση αλλά και κάποια σημαντικά κυβερνητικά στελέχη. Περισσότερα ξέρουν για την εξωτερική μας πολιτική κάποιοι δημοσιογράφοι παρά οι διπλωμάτες μας. Δεν μιλώ για τη Βουλή που είναι το βουβό πρόσωπο στο θέατρο της διπλωματίας.
Μοιραία στο διπλωματικό στίβο κυριαρχούν –και όχι μόνο τώρα– άνθρωποι κατά κανόνα συμβιβαστικοί και παρά τον θρυλούμενο ρεαλισμό τους ανεδαφικοί στις αντιλήψεις τους και ανίκανοι να συλλάβουν την ωμή πραγματικότητα, όπως αυτή διαμορφώνεται στη γειτονιά μας και στο διεθνές πεδίο. Γι’ αυτό και δεν προλαβαίνουμε τα γεγονότα• μας προλαμβάνουν και τρέχουμε πίσω από τις εξελίξεις, όπως ο σκύλος τρέχει πίσω από την ουρά του!
Στις προτάσεις για μία πιο τολμηρή εξωτερική πολιτική, όπως π.χ. προχώρηση πέρα από το ευτελιστικό «δεν διεκδικούμε τίποτα» στο περισσότερο προωθημένο «διεκδικούμε» και μάλιστα πολλά, το υπουργείο Εξωτερικών απαντά σαν κάποιους παλαιούς καλόγηρους με ιερουργικού χαρακτήρα απαντήσεις περί αιωνίου κολάσεως κ.λπ.
Λες και η διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας είναι αμαρτία! Έτσι βράζουμε στο ζουμί μας. Έχω μιλήσει με πολλούς υψηλά ανεβασμένους διπλωμάτες και παραδέχομαι ότι κατέχουν τους καθιερωμένους κανόνες της διπλωματικής επικοινωνίας, όταν διαθέτουν την ουδέτερη κάπως φωνή, ότι αποφεύγουν επιτυχώς τη διατύπωση αστήριχτων συμπερασμάτων, ότι ξέρουν να μιλούν με καλά «τετορνευμένη» διφορούμενη γλώσσα και να διατυπώνουν προτάσεις σε τρίτο πρόσωπο. Ένα όμως δεν βρήκα, την τόλμη! Ένας παλιός διπλωμάτης κάποτε μου είπε: πρώτα μας πλένουν καλά τον εγκέφαλο και μετά τον παγώνουν. Τα θνήσκοντα Σκόπια και η διαλυόμενη κάποτε Αλβανία είχαν κι έχουν πιο τολμηρή διπλωματία. Γι’ αυτό μας κερδίζουν στα παιχνίδια της διεθνούς πολιτικής. Όλα αυτά ως προειδοποίηση για να μην ξαναπατήσουμε κάποια καινούργια νάρκη των Σκοπιανών.
Σαράντος Καργάκος
Ιστορικός, συγγραφέας
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου