ΤΑ ΒΑΘΥΤΕΡΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ
ΠΛΑΤΕΙΑ ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΙΟΥ ΕΦΙΠΠΟΣ ΑΝΔΡΙΑΝΤΑΣ ΤΟΥ Γ.Κ.
Του Παύλου Καρακιόλη, ερευνητή της ιστορίας και συγγραφέας του έργου «Φίλιππος Β΄»
Έχουν περάσει 195 χρόνια περίπου από την εξέγερση του ’21 και ακόμη δεν έχει γραφεί ούτε η αληθινή της ιστορία, ούτε έχουν αποσαφηνισθεί τα αίτιά της. Μέσα από ένα πλήθος διαστρεβλωμένων γεγονότων ο σημερινός αναγνώστης οδηγείται σε ένα αδιέξοδο, όσον αφορά τη δυνατότητα να κατανοήσει πλήρως το γιατί και τι συνέβη στα πράγματι ηρωικά εκείνα χρόνια.
Άλλοι πιστεύουν ότι οι περί του Φαναρίου Έλληνες άρχοντες της τουρκικής αυτοκρατορίας ήταν ο κινητήριος μοχλός του ’21, άλλοι πάλι την βλέπουν ως μια ταξική επανάσταση, και μάλιστα τη θεωρούν προάγγελο της Επανάστασης του 1917.
Όλες οι σχετικές δοξασίες είναι αποτέλεσμα της ερμηνείας των γεγονότων από τους διάφορους πολιτικούς σχηματισμούς, που δημιουργήθηκαν στο Νεοελληνικό κράτος, ώστε να παρουσιάσουν την Επανάσταση ως έργο δικό τους. Αλλά το ’21 σαν κορύφωση, έστω και πρόωρη, των μακροχρόνιων αγώνων του Ελληνισμού, άλλοι το είχαν προετοιμάσει και σε αυτούς ανήκει η τιμή και η δόξα και ένας από αυτούς είναι ο Καραϊσκάκης.
Ο Ελληνισμός ακόμα και από τη Ρωμαϊκή κατάκτηση και τη μετέπειτα υπαγωγή του στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εν συνεχεία στην Τουρκική, δεν έπαψε ούτε λεπτό να επιζητεί την αναβίωσή του. Μέσα από υπόγεια ρεύματα, εξαιτίας των τρομερών διωγμών που υπέστη, κατόρθωσε να διατηρήσει ζωντανό το αρχαίον κλέος. Από την Υπατία έως τον Μεθόδιο τον Ανθρακίτη (αναγεννητή της Νεότερης Ελλάδας), ο κατάλογος των μαρτύρων του Ελληνισμού είναι αμέτρητος.
Σήμερα δύο αιώνες μετά την Ελληνική Επανάσταση, έχει καταγραφεί στις συνειδήσεις των περισσοτέρων Ελλήνων ότι ο Γεώργιος Καραϊσκάκης υπήρξε αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος ήρωας του ’21. Ήταν γιος της καλόγριας- νεωκόρου Ζωής Διμισκή (χήρας του Γιάννη Μαυρομάτη) και του πασίγνωστου αρματολού Δημήτρη Καραΐσκου. Η γέννησή του, η οποία υπήρξε προϊόν παράνομης σχέσης, του χάρισε την προσωνυμία «γιος της καλογριάς» ή μούλος, που τον ακολούθησε σε όλη του τη ζωή.
Ο Καραϊσκάκης γεννήθηκε σε μια σπηλιά κοντά στη Μονή Αγίου Γεωργίου στο Μαυρομάτι Καρδίτσας το 1782 και σκοτώθηκε από προδοτικό βόλι στις 22 Απριλίου 1827 στον Ανάλατο (Φάληρο) σε ηλικία 45 χρονών. Υπήρξε ένας από τους ευρυμαθείς και στρατηγικούς εγκέφαλους της Επανάστασης, αλλά και εκ γονιδίων ηγέτης της.
Ο Δημήτριος Αινιανός ο οποίος υπήρξε συμπολεμιστής και «γραμματικός» του, συνέγραψε την αυθεντικότερη «βιογραφία του Στρατηγού Καραϊσκάκη», η οποία εκδόθηκε στη Χαλκίδα το 1834 και στη συνέχεια αποτέλεσε πηγή άντλησης σημαντικών αυθεντικών στοιχείων για τη Νεότερη ιστορία της Ελλάδος. Επίσης σημαντικό ήταν και το έργο του Γιάννη Βλαχογιάννη «Καραϊσκάκης – Βιογραφική αρχειακή μελέτη», που πρωτοεκδόθηκε στην Αθήνα το 1947 (δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Βλαχογιάννη) και γι’ αυτό χαρακτηρίστηκε ως ημιτελές έργο.
Το 1956 ο Δημ. Φωτιάδης παρουσίασε στην Αθήνα την πρώτη επίτομη έκδοση ενός στοχαστικού και αναλυτικά γλαφυρού ιστορικού πονήματος αφιερωμένου στον μεγάλο αγωνιστή του ’21 «Καραϊσκάκης». Αλλά και ο Ιωάννης Ζαμπέλιος έγραψε επίσης το 1844 την τραγωδία «Γεώργιος Καραϊσκάκης» με πρωτογενή κείμενα και σημαντικές ιστορικές πληροφορίες.
Από τα πρωτογενή στοιχεία της συγκεκριμένης αρχειακής βιβλιογραφίας την οποία προσεκτικά και επιμελώς διερευνήσαμε, έχουμε καταλήξει στο εξής συμπέρασμα: ότι ο θάνατος του «γιου της καλογριάς» υπήρξε η μεγαλύτερη απώλεια του αγωνιζόμενου έθνους. Οι συνθήκες του θανάτου του αναμφίβολα ήταν προϊόν δολοφονικής ενέργειας και παρόλο που αυτό συνέβη λίγο μετά το μεσημέρι (στις 4 το απόγευμα) μπροστά στα μάτια πολλών, κρατούνται ακόμη και σήμερα επτασφράγιστο μυστικό. Ποιος έριξε πισώπλατα τη μοιραία σφαίρα στον μεγαλύτερο αγωνιστή του ’21 και γιατί;
Διαβάζοντας προσεκτικά τις αναφορές των σχετικών χρονογραφημάτων μέσα από τις σελίδες της Νεότερης αλλά και σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, αναφορές που σχετίζονται με τον θάνατο του Καραϊσκάκη και σε συνδυασμό με την ανάλυση της διεθνούς αλλά και εγχώριας πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε, καταλήγουμε ότι στις 22 Απριλίου, κοντά στο μεσημέρι και ενώ ετοιμαζόταν η μεγάλη επίθεση κατά των δυνάμεων του Κιουταχή (ο οποίος πολιορκούσε την Ακρόπολη), άρχισαν αψιμαχίες μεταξύ των ακροβολισμένων Ελλήνων και Τούρκων στον Ανάλατο (Φάληρο).
Ο Καραϊσκάκης όπως και οι άλλοι οπλαρχηγοί μεταξύ των οποίων και ο Νικηταράς βγήκαν από τις σκηνές τους και προσπάθησαν να ηρεμήσουν τα πνεύματα, η ψυχραιμία όμως είχε χαθεί και η μάχη φούντωσε. Τότε ο Κιουταχής έστειλε το ιππικό κατά του Καραϊσκάκη. Μετά από τρίωρη περίπου άγρια σύγκρουση οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και περί την 4η απογευματινή ώρα, ο Καραϊσκάκης δέχθηκε ένα βόλι στο υπογάστριο με κατεύθυνση από πάνω προς τα κάτω – όπως βεβαίωσαν αργότερα οι γιατροί. Ο Καραϊσκάκης μεταφέρθηκε εσπευσμένα στη γολέττα «Σπαρτιάτης» του Ρίτσαρντ Τσωρτς (Άγγλου αρχιστράτηγου των Ελληνικών χερσαίων δυνάμεων), όπου κατά τις 4 το πρωί ξεψύχησε. Την τραγική εκείνη νύχτα η αγωνιζόμενη Ελλάδα έχανε άδικα το ηρωικότερο τέκνο της.
Ο βιογράφος και «γραμματικός» του Καραϊσκάκη Δημ. Αινιανός αναφέρει ότι ο μεγάλος ήρωας εκμυστηρεύτηκε στους συμπολεμιστές του Χριστόδουλο Χατζηπέτρο και Γαρδικιώτη Γρίβα, ότι «επληγώθη από μέρος των Ελλήνων, ότι γνώριζε τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήσει, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον». Αυτά αναφέρει ο Δ. Αινιανός στην συμπληρωματική έκδοση του 1903 «Βιογραφία του στρατηγού Καραϊσκάκη» στη σελίδα 107.
Ο Μακρυγιάννης γράφει ότι ο Καραϊσκάκης χτυπήθηκε μόλις γύρισε να φύγει, αφού τελείωσαν οι αψιμαχίες του Φαλήρου: «Μου λέγει (ο Καραϊσκάκης), στάσου αυτού με τους ανθρώπους κι εγώ φεύγω. Τότε σε ολίγον μαθαίνω ότι εβαρέθη ο Καραϊσκάκης… Μαζευτήκαμε όλοι εκεί. Μας είπε με χωρατά: εγώ πεθαίνω· όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα» (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη, Β΄ έκδ. Αθήναι 1947, τόμ. Α΄, σελ. 318). Να σημειώσουμε ότι στη Γολέττα «Σπαρτιάτης» τον Καραϊσκάκη επισκέφθηκαν εκτός από τον Ρ. Τσωρτς και ο Κόχραν, ο οποίος άρχισε να του μιλάει εγκωμιαστικά για τα κατορθώματά του, ο Καραϊσκάκης όμως μπροστά στους φίλους «Παλαμηδιώτες» του ζήτησε με ζωηρή χειρονομία να σταματήσει.
Παρόμοιες αναφορές –περί του ότι ο Καραϊσκάκης γνώριζε τον δολοφόνο του– κάνει και ο Ι. Ζαμπέλιος (τραγωδία «Γ. Καραϊσκάκης», Αθήνα 1944). Ο Κασομούλης μάλιστα αναφέρει και το όνομα κάποιου Κώστα Στράτη ο οποίος σύμφωνα με τις φήμες σκότωσε τον Καραϊσκάκη.
Από την ανάγνωση των συγκεκριμένων κειμένων αναμφίβολα διαπιστώνουμε ότι κανείς ιστορικός της εποχής δεν αρνείται το ότι ο Καραϊσκάκης γνώριζε τον δολοφόνο του και θα τον αποκάλυπτε μετά τη μάχη, αν επιζούσε. Ο Κασομούλης μάλιστα διατυπώνει την άποψη, ότι ίσως αυτές οι δηλώσεις –επιθανάτιες– του ήσαν προϊόντα της «φλογώσεως της πληγής του» (Ν. Κασομούλη, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων του ’21).
Από τους μεταγενέστερους ερευνητές της ζωής του Καραϊσκάκη, τόσο ο Γιάννης Βλαχογιάννης όσο και ο Δημ. Φωτιάδης συμφωνούν ότι ο Καραϊσκάκης δολοφονήθηκε. Ο Βλαχογιάννης γράφει «ο Μαυροκορδάτος μετά τη δίκη του Καραϊσκάκη… οργάνωσε καταχθόνιο σχέδιο για το θάνατό του», ενώ ο Δημ. Φωτιάδης είναι λεπτομερέστερος: «Ο Κόχραν κι ο Τσωρτς, μέσα στις λίγες μέρες που βρίσκονταν στο στρατόπεδο του Πειραιά, κατάλαβαν, πως ένας είχε τη δύναμη να αντισταθεί στα σχέδιά τους, ο Καραϊσκάκης.
Η εντολή που είχαν πάρει ήταν να πνιγεί η Επανάσταση στη στεριά για να μπορεί η Αγγλία να πετύχει το διπλωματικό της παιχνίδι, τον περιορισμό δηλαδή του απελευθερωτικού κινήματος στο Μοριά, για να έχει το μικρό, αδύναμο μισοανεξάρτητο ναυτικό κράτος, που θα δημιουργούταν, κάτω από τον απόλυτο έλεγχό της. Με το πέσιμο του Μεσολογγίου του 1826, που η τότε κυβέρνηση Κουντουριώτη – Μαυροκορδάτου τ’ άφησε ξεπίτηδες αβοήθητο, τόχε είδη πετύχει»… «Ο Καραϊσκάκης έπεσε θύμα της Εγγλέζικης πολιτικής στην Ελλάδα και εμπνευστές της σατανικής δολοφονίας στάθηκαν ο Κόχραν, ο Τσωρτς κι ο Μαυροκορδάτος» (Δ. Φωτιάδης, Καραϊσκάκης, εκδ. «Μέλισσα» 1966, σελ. 467-469).
Ας δούμε τώρα ποια θέση κατείχαν οι τρεις τους την περίοδο εκείνη που, κατά τον Φωτιάδη, είναι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας του Καραϊσκάκη.
Τόμας Κόχραν: Άγγλος ναύαρχος, τυχοδιώκτης διεθνούς εμβέλειας. Καταχράστηκε μέρος του δανείου από την Αγγλία. Παρά την άθλια διαγωγή του η Γ΄ Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας τον ονόμασε «πρώτον Στόλαρχον και Γενικόν Αρχηγόν όλων των ναυτικών δυνάμεων της Ελλάδος». Στη συνέχεια ανεμπόδιστα μπόρεσε να επιβάλει τις δικές του απόψεις εκβιαστικά, που κατέληξαν στη βαριά ήττα των Ελλήνων και τον θάνατο του Καραϊσκάκη (22 Απριλίου 1827). Μετά τη δολοφονία του Καραϊσκάκη, έφυγε από την Ελλάδα και τον Ιούνιο του 1828 επέστρεψε για να εισπράξει το υπόλοιπο της αμοιβής του!!
Ο Καποδίστριας, που όπως αναφέρει ο Ι. Ζαμπέλιος, «υπήρξε θαυμαστής του Καραϊσκάκη», αρνήθηκε να τον δεχθεί και του ζήτησε να φύγει από την Ελλάδα αφού πρώτα αφήσει στην Ελλάδα τα ελληνικά διάσημα της στολής του. Ο Κόχραν υπήρξε η επιτομή της καιροσκοπίας και των άθλιων μεθοδεύσεων και με την ιδιότητά του αυτή κατονομάστηκε από τον Δ. Φωτιάδη, ως ένας από τους τρεις αυτουργούς της δολοφονίας του Καραϊσκάκη.
Ρίτσαρντ Τσωρτς: Άγγλος στρατιωτικός. Το 1809 ως συνταγματάρχης υπηρέτησε στη Ζάκυνθο όπου οργάνωσε το ηρωικό σύνταγμα Ελληνικού ελαφρού πεζικού στο οποίο κατατάχθηκαν Έλληνες οπλαρχηγοί όπως ο Θ. Κολοκοτρώνης. Τον Μάρτη του 1827 εκλέχθηκε από την «τρίτη Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας» αρχιστράτηγος και διευθυντής όλων των Ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων της ξηράς. Στη συνέχεια η κυβέρνηση του Μαυροκορδάτου τον ανακήρυξε με τα ύπατα αξιώματα (Σύμβουλος Επικρατείας, Γερουσιαστής). Ως αρχιστράτηγος του Ελληνικού στρατού συμμετείχε στη σχεδίαση, μεθόδευση και εξέλιξη όλων των γεγονότων που έλαβαν χώρα στην Ελληνική επικράτεια, συμπεριλαμβανομένης και της Μάχης του Φαλήρου όπου δολοφονήθηκε ο Καραϊσκάκης. Ο Τσωρτς ως επικεφαλής των στρατιωτικών επιχειρήσεων μπορούσε να αποτρέψει τα πάντα, ως Άγγλος δεν θα μπορούσε να εναντιωθεί στην πολιτική της χώρας του.
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος: Ήταν ο κατεξοχήν εντολοδόχος των Αγγλικών συμφερόντων στην Ελλάδα. Υπήρξε πρωτεργάτης της επονείδιστης «Πράξεως Υποτελείας» του 1825, με την οποία το Ελληνικό έθνος έθετε «εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκη της αυτού ελευθερίας εθνικής ανεξαρτησίας και πολιτικής αυτού υπάρξεως υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρετανίας» (Δ. Ρώμα, Ιστορικό Αρχείον, τόμος Α΄, Αθήναι 1906).
Ο Μαυροκορδάτος ήταν Πρόεδρος Διοίκησης της στεριάς και αρχηγός του φιλοαγγλικού κόμματος που εκπροσωπούσε και τους κοτζαμπάσηδες. Στην Α΄ Συνέλευση της Επιδαύρου η οποία συνήλθε τον Δεκέμβριο του 1821 με τη βοήθεια των Άγγλων, εκλέχθηκε Πρόεδρος του λεγόμενου Εκτελεστικού. Ο πολιτικός του βίος και ο χαρακτήρας του ήταν κράμα ολεθριότητας και μηχανορραφίας, που συνεχώς ωθούσαν την Ελλάδα στο χείλος της αβύσσου.
Με την εμπλοκή του στον ξεσηκωμό της Δυτικής Ελλάδας κατέστησε τις μυστικές συμφωνίες (καπάκια) των οπλαρχηγών της Ρούμελης με τους Τούρκους σε ισχυρό πολιτικό επιχείρημα, αφού ανάλογα με τις ατομικές του επιδιώξεις ο ετερόχθων Φαναριώτης συχνά διαχώριζε τους καπετάνιους σε «πατριώτες» και «προδότες». Και μόνο αυτή του η δράση η οποία πλημμύριζε από ενδοτισμό και φαυλότητα ήταν αρκετή για να συμπεριληφθεί από τον Δ. Φωτιάδη στους ηθικούς αυτουργούς της δολοφονίας του Καραϊσκάκη.
Όλα όσα αναφέραμε παραπάνω μπορούν με σχετική ευκολία να κατανοηθούν, αν αναλύσουμε τη διεθνή πολιτική σκηνή της εποχής εκείνης. Πριν το ’21 καμία μεγάλη δύναμη (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Αυστρία) δεν ήθελε την Ελληνική Επανάσταση, για τους εξής λόγους: α) οι Άγγλοι – Γάλλοι και Αυστριακοί είχαν το φόβο, μήπως μετά την εξέγερση των υπόδουλων Ελλήνων και την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βρεθούν οι Ρώσοι στη Μεσόγειο και β) οι Ρώσοι επίσης δεν ήθελαν την Ελλ. Επανάσταση φοβούμενοι μήπως βρεθούν οι Άγγλοι να κατέχουν το Αιγαίο (ή τον Βόσπορο) και έτσι χτυπήσουν τη Ρωσία στο μαλακό της υπογάστριο.
Να σημειωθεί ότι τα Στενά ήταν τότε –και μέχρις ενός σημείου και σήμερα– χώρος ζωτικής σημασίας για τα Ρωσικά συμφέροντα, επειδή κατά τη διάρκεια του χειμώνα, που παγώνει ο Βόρειος Παγωμένος Ωκεανός, η Οδησσός και το Βλαδιβοστόκ είναι οι μόνοι δρόμοι για την διεξαγωγή του εμπορίου. Εξάλλου αποτελεί προαιώνιο όνειρο των Ρώσων και των Κεντροευρωπαίων η κάθοδος στα θερμά νερά του Αιγίου και της Μεσογείου.
Μετά το συνέδριο της Ιεράς Συμμαχίας στη Βερόνα (1822-23) και την άνοδο του Γεωργίου Κάννινγκ στο θώκο του Βρετανικού υπουργείου των Εξωτερικών, οι Άγγλοι άλλαξαν βαθμιαία πολιτική γραμμή έναντι του «Ελληνικού Ζητήματος». Η πολιτική αυτή αλλαγή αποτελούσε προσωπική έμπνευση της διορατικότητας του Γεωργ. Κάννινγκ. Ο νέος Άγγλος υπουργός Εξωτερικών (κατ’ εξοχή εκφραστής του επεκτατικού Αγγλικού κεφαλαίου, που αναζητούσε νέες αποικιακές αγορές), διείδε ότι για την οθωμανική αυτοκρατορία είχε ήδη αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Ο Κάννινγκ σκέφτηκε πως μια ανεξάρτητη Πελοπόννησος θα ωφελούσε απόλυτα τα σχέδια της Αγγλίας.
Η χερσόνησος του Μοριά (και ίσως οι Κυκλάδες ή η Κρήτη) θα είχαν μεγάλη χρησιμότητα ως Αγγλικές βάσεις στην ανατολική Μεσόγειο και κυρίως μπροστά από τα τόσο κρίσιμα στενά του Βοσπόρου. Έτσι από το 1823 η Αγγλία «σπάει» την ιερά συμμαχία υποστηρίζοντας υλικά και ηθικά τους επαναστατημένους Έλληνες. Οι αγγλικές τράπεζες Ricord και Jacob έδωσαν μάλιστα και δύο δάνεια το 1824 και 1825, 800.00 λιρών και 2.000.000 λιρών αντίστοιχα, με δυσβάστακτους ληστρικούς όρους.
Οι Άγγλοι βέβαια μπορεί να υποστήριζαν την Ελληνική ανεξαρτησία, όμως σε καμία περίπτωση δεν ήθελαν μια ισχυρή Ελλάδα με εκτεταμένα σύνορα και ναυτική δύναμη, που θα μπορούσε να απειλήσει τα Βρετανικά συμφέροντα. «Οι Άγγλοι στην Ελληνική εξέγερση είδαν μια απειλή για τη ναυτική τους ισχύ… γι’ αυτό ήταν αποφασισμένοι ν’ αγωνιστούν και στην Κωνσταντινούπολη και στην Κέρκυρα (που ήταν τότε έδρα της Βρετανικής Αρμοστείας στα Επτάνησα) με όλα τα μέσα για να υπονομεύσουν την Ελληνική υπόθεση». Αυτά αναφέρει ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Cousineri με υπόμνημά του προς το Υπουργείο Εξωτερικών της Γαλλίας («Balkan Studies», Thessaloniki, τ. 16, 1975, σ. 175).
Το ότι οι Άγγλοι ήθελαν ένα μικρό και μη βιώσιμο Ελληνικό κράτος, φαίνεται και από τα σύνορα που καθόριζε το πρώτο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 4/16 Νοεμβρίου 1828.
Ο νέος υπουργός των Εξωτερικών Αμπερντήν (που ανέλαβε μετά τον θάνατο του Κάννινγκ) ήταν ο πρωτεργάτης του πρωτοκόλλου του 1828, που τελικά το Νέο Ελληνικό κράτος θα συμπεριλάμβανε μόνο την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες. Αν τελικά δεν συνέβη αυτό, οφείλεται στη διπλωματική δεξιοτεχνία και στη διάχυτη ιδιοφυΐα του Ιωάννη Καποδίστρια. Οι ικανότητες αυτές με τις οποίες ήταν προικισμένος ο Έλληνας Κυβερνήτης δεν θα μπορούσε να αφήσουν αδιάφορους τους Βρετανούς.
Γι’ αυτό είχαν δώσει εντολή στους Τσωρτς (αρχηγό του Ελληνικού στρατού), Κόχραν (αρχηγό του Ελληνικού ναυτικού) και Μαυροκορδάτο (πρωθυπουργό), να «βγάλουν από τη μέση» όποιον στέκεται εμπόδιο στα συμφέροντα της Αγγλίας. Και ο Καραϊσκάκης ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο στα σχέδια που προέβλεπαν πτώση της Στερεάς Ελλάδος στον Κιουταχή. Γι’ αυτό αποφασίστηκε από τους Άγγλους η δολοφονία του.
Ο Καραϊσκάκης όμως ακόμα και με τον θάνατό του φώτισε τις καρδιές των απανταχού Ελλήνων. Ο ίδιος ο Γέρος του Μοριά, ο Κολοκοτρώνης, διηγείται ότι μετά από κάποιο «άσχημο» όνειρό του «προείδε» τον θάνατο του Καραϊσκάκη και του έστειλε «συμβουλευτική» επιστολή με τον Ν. Δραγούμη με παραγγελία «να φυλάγεται». Η τραγική ειρωνεία είναι, ότι το προφητικό γράμμα του Γέρου του Μοριά έφτασε στον Καραϊσκάκη την ώρα που ξεψυχούσε στο Φάληρο (Απομνημονεύματα Φωτάκου).
Οι Έλληνες που με τόλμη και αρετή ξεκίνησαν τον απελευθερωτικό αγώνα δολοφονήθηκαν. Καραϊσκάκης στο Φάληρο, Ανδρούτσος επί της Ακροπόλεως, Καποδίστριας στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα τ’ Αναπλιού. Ο Καραϊσκάκης που μόνος του, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Κιουταχή, σύντομα θα είχε εκστρατεύσει στη Θράκη. Ο Καποδίστριας που, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Μέτερνιχ, πολύ σύντομα θα καθιστούσε την Ελλάδα «Υπερπανεπιστήμιο της υφηλίου», όπως ονειρευόταν κι όπως δικαίως της αρμόζει.
Στη συνέχεια, οι δυτικοί «σύμμαχοι» μας «έφτιαξαν» το Ναυαρίνο για να μας «χαρίσουν» μια λογοκρατική ανελευθερία, αφού πρώτα δολοφόνησαν για μια ακόμη φορά την ελληνικότητα και τους Έλληνες. Έκτοτε το Ελλαδικό κράτος, νόθο κατασκεύασμα και αμαρτωλός καρπός, φέρει όλα τα συμπτώματα της οξείδωσης και της βαθμιαίας παρακμής αντιφατικό από την ίδρυσή του βρίσκεται σε ατέρμονη εχθρότητα τόσο με τους δημιουργούς του όσο και με τον ίδιο του τον εαυτό.
Οι σκεπτόμενοι Έλληνες σήμερα έχουν αντιληφθεί και συνειδητοποιήσει την προδοσία του πνεύματος, των πόθων και των οραματισμών που μας άφησαν ως εθνική παρακαταθήκη οι αγωνιστές του ’21. Σήμερα το καθολικό αίτημα της ηθικο-πνευματικής αναγέννησης του Ελληνισμού προβάλει επιτακτικότερο επειδή η σύνδεσή του αποτελεί όρο εθνικής επιβίωσης. Οι αξίες, οι αρετές και η δημιουργική σκέψη των Ελλήνων δεν πρέπει και δεν μπορεί να χαθούν μέσα στο λογοκρατικό ζόφο που κατασκεύασαν οι Φραγκολεβαντίνοι.
Ο Καραϊσκάκης όμως ζει πάντα σε κάθε Ελληνική ψυχή και αποτελεί καμάρι κάθε ελεύθερου Έλληνα, αντάξιος διάδοχος του Μιλτιάδη, του Λεωνίδα, του Θεμιστοκλή, του Φιλίππου Β΄ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μα πάνω απ’ όλα ο Καραϊσκάκης αποτελεί «το προσκυνητάρι της φυλής και το προσευχητάρι του Γένους», για τον οποίο έγραψαν σύσσωμοι οι απροσκύνητοι λόγιοι της φυλής μας.
Θα πρέπει κάποτε η σύγχρονη νεοελληνική συνείδηση να αποκαταστήσει με ευπρέπεια την ιστορική της μνήμη, όχι μόνο τιμώντας τους ήρωες του ’21 αλλά και στιγματίζοντας τους ιδιοτελείς και τους ενεχόμενους ενδοτιστές κατά της πατρίδας. Ο στιγματισμός των ενδοτιστών και η τιμή των ηρώων έχει για κάθε λαό χαρακτήρα εθνικής άμυνας και ως εκ τούτου είναι αναγκαίος όρος Εθνικής συμφιλίωσης.
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου