Γράφει ο Ελευθέριος Κρητικός*
(δημοσιεύτηκε στο ForeignAffairs.gr)
Η νέα «νέα μεταρρύθμιση» του ασφαλιστικού συστήματος της Ελλάδος (που είναι στην κορυφή της εγχώριας επικαιρότητας εδώ και κάποιες μέρες) αποτέλεσε την αφορμή που πυροδότησε την υλοποίηση μιας -εδώ και μήνες- προγραμματιζόμενης απόπειρας προσέγγισης της κρίσης σ’ ένα κατά το δυνατόν απελευθερωμένο από βαρύ ακαδημαϊκό ύφος κείμενο.
Η προσωπική ματιά στο ζήτημα της ελληνικής κρίσης είναι ότι πρέπει ν’ αντιμετωπιστεί ως ένα πολύπλευρο πρόβλημα της Διοικητικής Επιστήμης [management], προβαίνοντας προφανώς στις απαιτούμενες κοινωνικές προσαρμογές, με βασικότερη όλων ότι εδώ δεν μιλάμε για μεγιστοποίηση κέρδους (που έχουν σαν στόχο οι επιχειρήσεις), αλλά για μεγιστοποίηση της κοινωνικής ωφέλειας.
ΠΩΣ ΦΤΑΣΑΜΕ ΕΔΩ;
Για να μπορέσει κάποιος ν’ αξιολογήσει τον βέλτιστο τρόπο να φύγει από ένα μέρος, οφείλει να γνωρίζει πώς και γιατί έφτασε εκεί.
Στην Ελλάδα, έχουν χυθεί τόνοι μελάνης στην προσπάθεια εντοπισμού του πώς φτάσαμε στο σήμερα. Έτσι, ξεκινάει πάντα μια ατέρμονη και ατελέσφορη εν πολλοίς συζήτηση κατανομής ευθυνών μεταξύ διαφόρων κυβερνήσεων, με βασικότερο αντίκρισμα μια διαδικασία πιθανά αέναου αυτομαστιγώματος του λαού που τις εξέλεξε.
Τα όσα –ελάχιστα- «γιατί» επιχειρούνται να απαντηθούν, αφορούν κυρίως αφορμές και όχι βαθύτερα αίτια. Ο αποπροσανατολισμός είναι αναπόφευκτος, αφού συντηρείται μ’ αυτόν τον τρόπο ένας φαύλος κύκλος ποσοτικών αντιπαραθέσεων, όπου ο κάθε επόμενος δείχνει ως υπεύθυνο τον αμέσως προηγούμενο.
Ας πιάσουμε το Δημόσιο Χρέος. Κερδίζουμε κάτι ουσιαστικό σε παραγωγή σκέψης εξόδου από την υφιστάμενη κατάσταση αν πάρουμε τον πίνακα εξέλιξής του και αποδώσουμε αριθμητικά το πόσο αυξήθηκε κατά την θητεία κάθε κυβέρνησης από το 1980 και μετά;
Η απάντηση είναι προφανής. Για να προάγουμε λύσεις δεν αρκεί απλά να κατανείμουμε το χρέος ανά κυβερνητική περίοδο, αλλά πρέπει να πάμε σε εις βάθος ανάλυση αιτιών. Όπως ιδανικά σε μια επιχείρηση όταν αυξάνουμε τον δανεισμό μας, γνωρίζουμε το λόγο που το κάναμε, τι συνθήκες επικρατούσαν στην αγορά όταν πήραμε την απόφαση, πού χρησιμοποιήθηκαν τα δάνεια, ώστε να μπορούμε να εξηγήσουμε την επιτυχία ή την αστοχία της επιλογής μας, έτσι περίπου πρέπει να ενεργούμε όταν προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε το από πού ήρθαμε και –κυρίως- το γιατί ήρθαμε. Στην προκειμένη περίπτωση του Δημ. Χρέους, πρέπει να δώσουμε πειστικές απαντήσεις για την συσχέτισή του με την διαμορφούμενη εξωτερική πολιτική (μήπως ένα τμήμα του ήταν αναπόφευκτο αποτέλεσμα τήρησης γεωπολιτικών ισορροπιών;), για τη συσχέτισή του με την ευκολία εξεύρεσης δανεισμού (μήπως ένα τμήμα του προκλήθηκε ακριβώς από την ευκολία με την οποία μπορούσαν οι κυβερνήσεις να δανειστούν και, άρα, απροβλημάτιστα και με απόλυτα βραχυπρόθεσμη ψηφοθηρική τακτική το έπρατταν;) κ.α.
Και ας μην παρερμηνευθεί η παραπάνω προσπάθεια σαν απόπειρα χορήγησης άλλοθι. Κάθε άλλο! Σαφώς και υφίστανται κακοδιαχειρίσεις οι οποίες παραπλεύρως στην πορεία της αναζήτησης θα εντοπιστούν. Πρέπει, όμως, να γνωρίζουμε σε βάθος τις δυναμικές πίσω από τις συσχετίσεις στις κατά καιρούς οικονομικοπολιτικές αποφάσεις, να τις αξιολογούμε, να τις επικαιροποιούμε, ώστε να μπορούμε αναδιαμορφώνουμε αποτελεσματικότερα την γενική εθνική στρατηγική μας.
Τα δημοσιονομικά μεγέθη, ακόμα και στην αρνητική τους εκδοχή (πχ. δημόσιο χρέος, έλλειμμα, πληθωρισμός), δεν αποτελούν ούτε φενάκη ούτε πανάκεια από μόνα τους. Είναι κυρίως αποτελέσματα χάραξης πολιτικής και διαμόρφωσης ισορροπιών, στρεβλώσεις των οποίων οδηγούν σε καταστάσεις όπως η σημερινή, να έχουμε δηλαδή έναν κεκαλυμμένο όχι πλέον ταξικό, αλλά διαγενιακό διχασμό.
Συνεπώς, ως πρώτο θεωρητικό μεν, εξαιρετικά ουσιαστικό δε μέτρο εξόδου από την κρίση, συνιστάται η ανάλυση των «γιατί» φτάσαμε εδώ.
ΠΩΣ ΟΙ CORRECT POLICIES ΔΕΝ ΕΓΙΝΑΝ REALPOLITIK
Σε όσα διεθνή fora έχω λάβει μέρος, η επικρατούσα άποψη για την Ελλάδα και τους κυβερνώντες της είναι πώς στην πλειονότητά τους χαρακτηρίζονται ως αντι-μεταρρυθμιστές, σε αρμονία με τις βουλήσεις του εκλογικού σώματος. Ότι οι ιδέες των μεταρρυθμίσεων και του εκσυγχρονισμού μπορούν ν’ αποτελέσουν μόνο προεκλογικά συνθήματα άνευ ουσιαστικού περιεχομένου. Χαρακτηριστικά, μου έχει εντυπωθεί ένα σκίτσο όπου απεικονίζεται να απευθύνεται κάποιος σε πλήθος συγκεντρωμένων. Αρχικά τους ρωτάει «ποιοι θέλουν την αλλαγή;» και όλοι σηκώνουν το χέρι τους. Κατόπιν τους ρωτάει «ποιοι θέλουν ν’ αλλάξουν;» και ουδείς αποκρίνεται.
Στην πραγματικότητα, η νεότερη πολιτική Ιστορία της Ελλάδος έχει πολλά φωτεινά παραδείγματα γνήσιων μεταρρυθμιστών αξιωματούχων. Η επιλογή των κατωτέρω συγκεκριμένων πέντε έγινε γιατί διευκολύνει την διακριτή κατηγοριοποίηση των προσπαθειών τους προκειμένου ν’ αξιολογηθεί γιατί, κατά περίπτωση, δεν αποτέλεσαν κεντρικό άξονα άσκησης πολιτικής των κυβερνώντων και καθολική –σχεδόν- απαίτηση των κυβερνώμενων.
Ως συνοπτική υπενθύμιση για τους γνωρίζοντες και ως προτροπή έρευνας για τους μη, σημειώνεται:
-Ο Στέφανος Μάνος, ως υπουργός Οικονομικών 1992-1993, ήταν πρακτικά ο πρώτος που έφερε στο επίκεντρο του πολιτικού διαλόγου το επίκαιρο μέχρι και σήμερα ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων των προβληματικών (και μη) επιχειρήσεων που ανήκαν και ανήκουν στο ελληνικό Δημόσιο.
-Ο Αναστάσιος Πεπονής, ως υπουργός Προεδρίας της Κυβερνήσεως 1993-1994 και κατόπιν ως Υπουργός Δικαιοσύνης, σχεδίασε και εφήρμοσε το ΑΣΕΠ, μια κεντροποιημένη ελληνική ανεξάρτητη Αρχή που διασφαλίζει την ορθότητα των προσλήψεων τακτικού και εποχικού προσωπικού στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, δίνοντας ένα αδιαμφισβήτητα συντριπτικό χτύπημα στην μέχρι τότε ασυδοσία προσλήψεων με αμιγή κομματικά κριτήρια.
-Ο Τάσος Γιαννίτσης, ως υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων 2000-2001, συνέλαβε την έκταση του επερχόμενου δημοσιονομικού προβλήματος από το τότε –και νυν- συνταξιοδοτικό σύστημα, και ήταν ο πρώτος που πρακτικά εισήγαγε την σκέψη μετάβασης από το (μέχρι και σήμερα) υφιστάμενο με μορφή «pay-as-you-go» Σύστημα, σ’ ένα υβρίδιο (προσαρμοσμένο στην ελληνική πραγματικότητα) τύπου «funded» [1]. Πέραν του ότι 20 χρόνια μετά είναι αποδεκτό και από τους τότε πλέον πολέμιούς της, ότι η πρόταση μεταρρύθμισης Γιαννίτση στο συνταξιοδοτικό θα έδινε μια μακροχρονίως βιώσιμη λύση, αξίζει να σημειωθεί ότι, ως τάση, είναι πλέον η επικρατούσα στα συνταξιοδοτικά συστήματα των ανεπτυγμένων οικονομιών ως κατ’ ελάχιστο σαφώς λιγότερο δυσλειτουργική.
-Ο Κωστής Χατζηδάκης, ως υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών 2007-2009, κατόρθωσε να ολοκληρώσει την πρώτη τέτοιας κλίμακας ιδιωτικοποίηση ακραία προβληματικής εταιρείας, της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Ενδεικτικά δεδομένα του προβλήματος που κλήθηκε ν’ αντιμετωπίσει: 4.593 εργαζομένους, 150 εκατ. ευρώ ετήσιες ζημιές και 2,4 δισεκατομμύρια ευρώ σωρευμένα χρέη.
-Ο Ιωάννης Βρούτσης, ως υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας 2012-2015, κατόρθωσε μια πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα ολοκληρωμένη εισαγωγή και λειτουργία πληροφοριακών συστημάτων («Αριάδνη», «Εργάνη», «Άτλας», «Εστία» και «Ήλιος» κ.α.) στην καθημερινότητα του Υπουργείου και των εξυπηρετούμενων πολιτών.
Αεροσκάφη της Ολυμπιακής Αεροπορίας στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού. Η ιδιωτικοποίηση της εταιρείας υπήρξε άθλος. REUTERS
Χαρακτηριστικά, η «Αριάδνη», ένα σύστημα διασύνδεσης των Ασφαλιστικών Ταμείων με τις ληξιαρχικές μεταβολές στην ζωή των πολιτών (δηλαδή την ικανότητα των Ταμείων να «βλέπουν» σε σχεδόν πραγματικό χρόνο αν ο ασφαλισμένος τους ζει, παντρεύτηκε, χώρισε, απόκτησε παιδί κ.ο.κ. -όσο κι αν φαίνεται απίθανο, φτάσαμε στο 2013 για να αποκτήσουμε αυτή την δυνατότητα-, σταμάτησε εξ ολοκλήρου την παραβατικότητα απόδοσης συντάξεων σε μη δικαιούχους (ύψους 500 περίπου εκατομμυρίων ευρώ ετησίως). Αντίστοιχης εμβέλειας υπήρξαν και οι υπόλοιπες παρεμβάσεις. Αυτό δε που κάνει ακόμα πιο ιδιαίτερη την περίπτωση Βρούτση, είναι ότι στηρίχθηκε εξ ολοκλήρου σε ίδιους πόρους, χρησιμοποίησε δηλαδή για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση τα μέσα που διέθετε εντός του δυναμικού του Υπουργείου του.
Έχοντας μια σύντομη περιγραφή των ιδεών ή του έργου τους και κατά το δυνατόν αποστειρώνοντας την σκέψη από υποκειμενική κρίση για τα συγκεκριμένα πέντε πρόσωπα, σχηματικά μπορεί να κατανεμηθούν σε τρεις ευρύτερες ομάδες τύπων μεταρρυθμιστών:
-Σε αυτούς που έχουν σωστή στόχευση, αλλά χωρίς να σκέφτονται το σκέλος της εφαρμοστικότητας των ιδεών τους ή, για την ακρίβεια, της δυνατότητας/μεθόδου εφαρμογής στις δεδομένες κοινωνικές συνθήκες (Μάνος, Γιαννίτσης).
-Σε αυτούς που έχουν σωστή στόχευση και προσπαθούν να την πετύχουν μέσα από τη βάσανο του κοινωνικού συμβιβασμού (Χατζηδάκης).
-Σε αυτούς που εφαρμόζουν επιτυχώς ολοκληρωμένες μεταρρυθμίσεις, αλλά λόγω μιας στρεβλής λογικής τήρησης πολιτικών ισορροπιών, δεν αναγνωρίζονται ποτέ στο ύψος της συμβολής τους την στιγμή της επίτευξης του στόχου, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει συνέχεια ή/και μίμηση (Πεπονής, Βρούτσης).
Η πρώτη ομάδα αποτελεί την εξήγηση για το πώς αν υπάρχει μόνο correct politique, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ή να μεθοδεύεται ο χρόνος προσαρμογής της πλειονότητας του κοινωνικού συνόλου, κινδυνεύουμε να ρίξουμε νερό στο μύλο του λαϊκισμού και των ταγών του. Αντικειμενικά, τα ελλείμματα (και το απότοκό τους το δημόσιο χρέος), που θρέφονταν και από τις προβληματικές ΔΕΚΟ, όπως σωστά το είχε εντοπίσει ο κ. Μάνος, «μπλόκαραν» 30 χρόνια μετά από την λήξη της θητείας του. Αντίστοιχα, το συνταξιοδοτικό σύστημα «έσκασε» 20 χρόνια μετά την πρόβλεψη Γιαννίτση. Πόσο διαφορετική θα ήταν η εξέλιξη των πραγμάτων αν οι δύο αυτοί πολιτικοί επέλεγαν μια ηπιότερη τακτική με ενδεχόμενη λελογισμένη «κινιτροποίηση» των άμεσα θιγόμενων προκειμένου να καμφθεί η κρίσιμη πρώτη γραμμή αντι-μεταρρυθμιστικών θυλάκων και, σε μεσομακροπρόθεσμο επίπεδο, η μεταρρύθμιση να περάσει;
Σε αντίθετη κατεύθυνση, υπόδειγμα απόπειρας σύμπτωσης «correct politique» και «realpolitik» αποτελεί η δεύτερη ομάδα. Το παράδειγμα της ιδιωτικοποίησης της Ολυμπιακής Αεροπορίας είναι ενδεικτικό για το πώς μπορεί να ελαχιστοποιηθούν οι αντιδράσεις όταν δεν λαμβάνουμε υπόψη μόνο το στόχο και την ενέργεια, αλλά και την ενδεχόμενη αντίδραση. Στην προκειμένη περίπτωση, αξιολογήθηκε ότι οι κύρια αντιδρώντες στο σχέδιο θα ήταν οι υπάλληλοι της εταιρείας, προνοήθηκε ένα πρόγραμμα γενναίων ανταλλαγμάτων (εθελουσία έξοδος με υψηλές εφάπαξ αμοιβές, μετατάξεις σε άλλες θέσεις κ.α.), αυξήθηκε δηλαδή το βραχυπρόθεσμο κόστος, αλλά η μακροπρόθεσμη ωφέλεια που επετεύχθη ήταν σημαντικά υψηλότερη˙ το ελληνικό Δημόσιο έπαψε να βαρύνεται ετησίως με νέες ζημίες άπαξ διά παντός. Χρησιμοποιώντας ξανά όρους management, αυτό που συνέβη ήταν ότι εκτιμήθηκε ποιοι είναι εκείνοι οι stakeholders [2] που χρίζουν αποζημίωσης και καθορίστηκε/συμφωνήθηκε το ύψος της. Μια συστηματοποίηση των προσπαθειών αυτής της ομάδας, ενδέχεται να επιφέρει περαιτέρω ορθολογικοποίηση των διαπραγματεύσεων με τους stakeholders και έτσι να αυξηθεί ακόμα περισσότερο το δημοσιονομικό αποτέλεσμα μέσω της πιθανής περαιτέρω μείωσης του κόστους.
Η τρίτη ομάδα διέπεται από μια παραδοξότητα. Ενώ διαθέτει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της πρώτης ομάδας και την αποτελεσματικότητα της δεύτερης, ενώ στις πλείστες όσες περιπτώσεις (μηδέ των εδώ υπό εξέταση εξαιρουμένων) κρίνεται ως απόλυτα πετυχημένη σε δημοσιονομικούς όρους (καθώς αφορά μεταρρυθμίσεις που χωρίς να στερούνται θετικών χρηματοοικονομικών αποτελεσμάτων, συνήθως δεν προϋποθέτουν κόστος), εντούτοις, είναι ομολογουμένως η λιγότερο προβεβλημένη. Υπάρχει, δηλαδή, μια εκούσια ή ακούσια αδυναμία του συνόλου σχεδόν των κυβερνώντων να «συλλάβει» το μέγεθος της κοινωνικής ωφέλειας που επιφέρει έκαστη (τέτοιας φύσης) μεταρρύθμιση την στιγμή που συντελείται, ώστε να την «διαφημίσει» στο κοινωνικό σύνολο, για να μετατοπιστεί η κουλτούρα του και να διευρυνθεί η αντιληπτική του ικανότητα προκειμένου να αναζητά την επόμενη ενέργεια της κυβέρνησης σ’ αυτήν την κατεύθυνση.
Κοινό σημείο των ιδεών που προέρχονται και από τις τρεις ομάδες είναι ότι αργά ή γρήγορα και ανεξάρτητα από την αρχική υποδοχή τους, η αποδοχή τους από το κοινό ολοένα και κλιμακώνεται, ίσως γιατί στην πραγματικότητα αποτελούν -ή θα έπρεπε να αποτελούν- την επανάσταση του αυτονόητου. Εξάλλου, ας κρατηθεί έστω ως υποσημείωση ότι η αξία των μεταρρυθμίσεων καθορίζεται -ανάμεσα σε άλλα- από την απροθυμία των ωφελούμενων να επιστρέψουν στην προτέρα της μεταρρύθμισης κατάσταση.
Κοινό επίσης σημείο των ιδεών που προέρχονται και από τις τρεις ομάδες είναι ότι, ανεξάρτητα από τους αριθμούς στους οποίους παράγονται, έχουν ισχνές ή ανύπαρκτες σχέσεις μεταξύ τους, δεν υπάρχει δηλαδή μια συστηματική ομαδοποίηση με σειρές προτεραιότητας για να μπορέσει να μεγιστοποιηθεί η πιθανότητα επιτυχίας. Συνεπώς, η μεγαλύτερη μεταρρύθμιση που έχει ανάγκη η Ελλάδα είναι η συστηματική διοίκηση (management) και προβολή/«πώληση» (marketing) των μεταρρυθμίσεων.
ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ: ΑΛΛΑΓΗ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗΣ ΠΛΕΥΣΗΣ
Είναι συνειδητή η επιλογή της περιστροφής των προτάσεων αντιμετώπισης της ελληνικής κρίσης γύρω από το ελληνικό κράτος. Ο ιδιωτικός τομέας της χώρας έχει αποδείξει μέσα από την καθημερινή αντιπαράθεσή του με τις συνθήκες αβεβαιότητας ότι έχει τον τρόπο να επιβιώνει στις δύσκολες συνθήκες και ν’ αναπτύσσεται με την πρώτη ένδειξη Ισορροπίας.
Αναδείχτηκε προηγουμένως, λοιπόν, η ανάγκη για management και marketing των μεταρρυθμίσεων. Είναι περιττό να επισημανθεί ότι η διαπίστωση αυτή δεν κερδίζει βραβείο πρωτότυπης ιδέας στο παγκόσμιο στερέωμα. Ασχέτως αν εθνικά επιλέγεται να αγνοείται προς το παρόν, υπάρχει ήδη εδώ και δεκαετίες πλειάδα βέλτιστων πρακτικών από ανεπτυγμένα κράτη, όπως το Ην. Βασίλειο (με την διυπουργική «Civil Service Reform»), έως αναπτυσσόμενα, όπως η Σρι Λάνκα (με ειδικό Υπουργείο, «Ministry of Public Management Reforms).
Η κύρια διαφοροποίηση με την Ελλάδα είναι ότι τα σχήματα αυτά εμπλέκονται στο σύνολο των μεταρρυθμίσεων που σχεδιάζεται να λάβουν χώρα. Έτσι, η υλοποίηση μιας αλλαγής δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός που εξαρτάται από την βούληση ενός υπουργού να συγκρουστεί με το ίδιο του το Υπουργείο, -πιθανά- με ομάδες συμφερόντων και/ή με το εκλεκτορικό του σώμα.
Η μεταρρύθμιση εκεί είναι μια συστηματική εργασία στηριζόμενη σε μεθοδολογικές αρχές. Εντοπίζεται, για παράδειγμα, κεντρικά μια λειτουργία του Δημοσίου για την οποία υπάρχει η ιδέα ότι, λόγω μεταβολής των συνθηκών (π.χ. τεχνολογική πρόοδος), η δομή της είναι αναχρονιστική και πρέπει ν’ αλλάξει. Κατόπιν, εξετάζεται αναλυτικά η ιστορικότητα της λειτουργίας (όροι, προϋποθέσεις, σκοπιμότητα αρχικής της ένταξης στο Δημόσιο κ.α.). Τέλος, αξιολογούνται τα θιγόμενα συμφέροντα από την ενδεχόμενη κατάργηση/μεταβολή της, γίνεται δηλαδή μια μελέτη κόστους/ωφέλειας, και αποφασίζεται εν ψυχρώ η υλοποίηση ή μη της μεταρρύθμισης.
Για λόγους αντιστοίχισης των διαδικασιών στην ελληνική πραγματικότητα, χρησιμοποιείται ενδεικτικά το παράδειγμα της χορήγησης δωρεάν σχολικών συγγραμμάτων. Από σχετική έρευνα προκύπτει ότι ο αριθμός των μαθητών Α’βάθμιας και Β’βάθμιας εκπαίδευσης ανέρχεται περίπου σε 1,2 εκατομμύρια ή, αναλογικά, σε περίπου 100.000 μαθητές ανά τάξη.
Κάθε χρόνο χορηγούνται περίπου 1.200 διαφορετικοί τίτλοι βιβλίων αθροιζόμενοι σε περίπου 40 εκατομμύρια βιβλία, για τα οποία χρησιμοποιούνται 16.000 τόνοι χαρτιού και χαρτονιού με άμεσο κόστος για το ελληνικό Δημόσιο 26 εκατομμύρια ευρώ.
Τα βιβλία αυτά δεν επιστρέφονται και κάθε χρόνο καταλήγουν είτε στη βιβλιοθήκη του μαθητή είτε στην ανακύκλωση.
Όλοι οι εμπλεκόμενοι (Υπουργείο, γονείς, εκπαιδευτικοί, μαθητές κ.α.) θεωρούν ότι η αρχική υπόθεση της εκτύπωσης και διανομής βιβλίων είναι περίπου νόμος της φύσης και έτσι απροβλημάτιστα η ζωή συνεχίζεται τα τελευταία 50 χρόνια.
Εδώ, λοιπόν, πρέπει να υπάρχει ο φορέας εκείνος ο οποίος θα θέτει σε δοκιμασία αυτές ακριβώς τις φαινομενικά (αλλά κυρίως από συνήθεια) ακλόνητες υποθέσεις.
Για παράδειγμα, τι θα συμβεί αν, λαμβάνοντας υπόψη τις νέες τεχνολογίες, ελεγχθεί εκ νέου η ορθότητα της μακροχρόνιας αυτής επιλογής; Μήπως αν εναλλακτικά μοιράσουμε «ταμπλέτες»:
1.Κοστίζει το ίδιο ή περίπου το ίδιο (με 250 ευρώ/ταμπλέτα μπορούμε να χορηγούμε 104.000 ταμπλέτες ετησίως, όσες περίπου και οι ανάγκες από την εισαγωγή νέων μαθητών στο σύστημα);
2.Αυξάνονται εκθετικά οι δυνατότητες των μαθητών μέσω της καθολικής πρόσβασης στον κόσμο της πληροφορικής;
3.Ενισχύεται η «νοικοκυροσύνη» (καθώς δεν θα πετιούνται πλέον τα βιβλία);
4.Προάγεται η οικολογική συνείδηση (μείωση κατανάλωσης χαρτιού και χαρτονιού κατά 16.000 τόνους ετησίως);
Πιθανά κάποιος να σκεφτεί και να καταθέσει επιχειρήματα υπέρ της διατήρησης του υφιστάμενου καθεστώτος. Ίσως δε, να υπερισχύσουν κιόλας. Αλλά αυτό θα γίνει υπό το πρίσμα μιας το δυνατόν αντικειμενικότερης εκ νέου αξιολόγησης της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος από την συγκεκριμένη λειτουργία. Αν δημιουργηθούν τέτοιας μορφής συνθήκες, τότε όχι μόνο θα μαζικοποιηθούν, αλλά θα έχουν και μια διευρυνόμενη βάση αποδοχής.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην πιο κρίσιμη καμπή της σύγχρονης ιστορίας της. Αντιμετωπίζει την μεγαλύτερη μεταπολεμικά πρόκληση καθώς αγωνίζεται εδώ και έξι χρόνια να ξεπεράσει μια κρίση που, ενώ αρχικά ξεκίνησε ως χρηματοπιστωτική, εισέβαλε τελικά σ’ όλους τους τομείς της καθημερινότητας του πολίτη. Έτσι, η κρίση έγινε οικονομική, η κρίση έγινε πολιτική, η κρίση έγινε κοινωνική. Και ήταν και είναι τέτοια η φύση του προβλήματος που γιγαντώθηκε γιατί βρήκε τροφή τις όποιες οργανωτικές παθογένειες έχουν αναπτυχθεί στο σύγχρονο ελληνικό Κράτος.
Η έξοδος από αυτήν την κατάσταση βρίσκεται στην ευχέρεια διαμόρφωσης της βούλησης των πολιτών για ουσιαστικές αλλαγές.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] Στο συνταξιοδοτικό σύστημα της μορφής «pay-as-you-go», οι εργαζόμενοι πληρώνουν τις συντάξεις αυτών που έχουν αποσυρθεί από την αγορά εργασίας. Στο σύστημα «funded», οι εργαζόμενοι αποταμιεύουν οι ίδιοι για τη συνταξιοδότησή τους αντί να πληρώνουν τις συντάξεις των μεγαλυτέρων.
[2] Οι ομάδες που διατηρούν συμφέροντα σε μια επιχείρηση ή ένα εγχείρημα. Οι κύριες ομάδες συμφέροντος είναι οι ιδιοκτήτες, οι εργαζόμενοι, οι πελάτες και οι προμηθευτές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
-Γιάννης Στουρνάρας, «Τα μέτρα που θα σώσουν την Ελλάδα», F.A. 19.10.2011.
-Ian Sanderson, “Evaluation, Policy Learning and Evidence-Based Policy Making”, Public Administration Vol. 80, OECD (2009c), Pensions at a Glance, Παρίσι.
-Δημήτρης Βαγιανός, Νίκος Βέττας, Κώστας Μεγήρ, “Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα: Μεταρρυθμίσεις και ευκαιρίες σε μία κρίσιμη συγκυρία”, 8ος 2010.
-Σχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού 2016.
-Γιαννίτσης Αν., «Δώδεκα αλήθειες για το ασφαλιστικό» EURO2DAY, 18.01.2016
Tim Jackson, “Prosperity without growth”.
-William W. Lewis, “The power of productivity”.
*
Ο Ελευθέριος Κρητικός είναι οικονομικός σύμβουλος οργανισμών ιδιωτικού και δημοσίου συμφέροντος σε θέματα χρηματοοικονομικής διοίκησης και στρατηγικής, ενώ παράλληλα ετοιμάζει τη συναφή διδακτορική του διατριβή
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου