της Κλεοπάτρας Ζουμπουρλή, μοριακή Βιολόγος, medlabnews.gr
Η λέξη πεπόνι, προέρχεται από το λατινικό melopepo ή melopepone, που σημαίνει μηλοπέπων, δηλαδή, σε ελεύθερη απόδοση «μήλο – πεπόνι». Στα ελληνικά έχει επικρατήσει το όνομα πεπόνι (πέπων) ενώ σε άλλες γλώσσες το πεπόνι λέγεται melon από το πρώτο συνθετικό της λέξης μηλοπέπων (melopepone). Για αρκετό καιρό οι ειδικοί πίστευαν ότι πεπόνι ήρθε από την Κεντρική Ασία και το Ιράν. Νεότερες μελέτες αναφέρουν ότι μάλλον προέρχεται από την υποσαχάρια Αφρική. Σ’ αυτές τις περιοχές υπάρχουν ακόμα ορισμένες άγριες ποικιλίες πεπονιού με μικρούς βρώσιμους καρπούς.
Από την περιοχή αυτή έγινε γνωστό στη Μέση Ανατολή και στην συνέχεια μέσω της Ινδίας και του Αφγανιστάν έφτασε έως την Κίνα. Αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι η καλλιέργεια πεπονιών γινόταν στο Ιράν και στην Κίνα, πριν από 5000 χρόνια, και την Αίγυπτο, πριν από 4000 χρόνια. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, γνώριζαν το πεπόνι, αλλά προτιμούσαν το καρπούζι. Θεωρούσαν το πεπόνι λαχανικό και το κατανάλωναν σε σαλάτες ή μαγειρεμένο, με ξίδι, πιπέρι και με άλλα μπαχαρικά.
Το πεπόνι έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες, χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη, πολλά αντιοξειδωτικά και βιταμίνες, ικανοποιεί την πείνα και τη δίψα χωρίς να χρειάζεται να καταναλώσουμε μεγάλες ποσότητές του και χωρίς να δημιουργεί απότομη αύξηση του σακχάρου στο αίμα.
Το πεπόνι, όπως και όλα τα φρούτα, οφείλει τη γλυκιά του γεύση στη φρουκτόζη. Η φρουκτόζη δεν προκαλεί υπεργλυκαιμία όπως η ζάχαρη, για αυτόν το λόγο δεν έχει τα ίδια αποτελέσματα με τα γλυκίσματα. Έτσι μπορείτε να εξηγήσετε το λόγο που τα φρούτα συστήνεται να καταναλώνονται καθημερινά σε αρκετά μεγάλες ποσότητες, ενώ τα γλυκά περιορίζονται σε 1 με 2 φορές την εβδομάδα. .....................
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου