Στο Δημαρχείο καθόταν
και ξάφνου στο μυαλό του,
του ‘ρθε ιδέα τρομερή,
λάμπει το πρόσωπό του.
Ζητάει τους μηχανικούς
Πού ’χει στη δούλεψή του,
να ’ρθουν, το σχέδιο να τους πει,
να τρελαθούν μαζί του.
Σαν ήρθανε τους εξηγεί
πως θέλει απέναντί του
δέντρο ψηλό, που στον Θεό
να φτάνει η κορφή του.
«Αχ αιρετέ, ξέρεις, του λεν
εκείνοι τρομαγμένοι,
είναι εκλογές και ήμαστε
τώρα απασχολημένοι.
Είναι αγώνας που κανείς
δεν γίνεται ν’ αφήσει,
αλλιώς να ξέρεις στο ΤΕΕ
η Νάνσυ θ’ αλωνίσει».
Όταν για Νάνσυ άκουσε
του ανάψαν τα λαμπάκια
έσκουζε και χτυπιότανε
σαν τα μικρά παιδάκια.
«Δεν θέλω αυτό το όνομα
ποτέ να ξανακούσω,
κάντε μου και τις δυο δουλειές,
άντε να μη σας… λούσω».
Έτσι λοιπόν σαν άβουλοι
ακούσανε τον μάγκα
και πάτωσαν στις εκλογές
τους έφαγε η μαρμάγκα.
Μα και στο δέντρο το ψηλό,
εκεί να δείτε χνέρι,
κι αγράμματος καλύτερα
θα τα ’χε καταφέρει.
Το στήσαν κει που το ’θελε
δίπλα σε δέντρο άλλο,
σ’ αληθινό και όμορφο
πράσινο και μεγάλο.
Στη φυσική την ομορφιά
στ’ αληθινό το κάλλος
κάναν ό,τι δεν θα ’κανε
ποτέ κανένας άλλος.
Το κόψανε, το κλάδεψαν
κάθε κλαδί θα ρίξουν,
μήπως το καρακιτσαριό
δέντρο τους αναδείξουν.
Καπεταναίους ψάχναμε
μ’ αποδειχθήκαν μούτσοι,
από ουσία τίποτα
κι από μυαλό κουκούτσι.
άλικος
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου