Αποσπάσματα από το ελεγείο: «Η Ελλάδα στον Αιώνα μας»(σελ. 242)
«Μια ιστορία έγραψα, που μου ’καιγε τα στήθη» Γερμανία Δεκέμβρης 1996
Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ (ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ)
Μια ιστορία έγραψα, που μου ’καιγε τα στήθη
με πίστη την ετύπωσα να μη την βρει η λήθη.
Τις σκέψεις μου θέλω να πω, σε γέρους και σε νέους
και θέλω να συναντηθώ και με τους ξεχασμένους.
Μα πιο πολύ ν’ απευθυνθώ, σε θρύλους, γεγονότα
κι όλα να τα συλλογιστώ παλιά και τα παρόντα.
Στη μάνα τη μεγάλη μας που λέγεται Ελλάδα
ανδριάντας η αγάπη μας και άσβεστη η δάδα!
Οι σκέψεις μου να φύγουνε να γίνουν περιστέρια
κι όλα μαζί να γίνουνε Ειρήνης ευαγγέλια!
Σ’ ένα βουνό πήγα ψηλά την ερημιά να ζήσω
και τον αιώνα που περνά να βγω να συναντήσω,
στιγμές μαζί του να βρεθώ και ώρες ν’ ακροαστώ
αφού κι αυτός μ’ αποκριθεί στο κάλεσμά μου αυτό
Να τον ρωτήσω να μου πει στη ράχη του τι φέρνει;
Σαν τί έχει, τί κληρονομεί και τώρα μεταφέρει;
Στον άλλο τώρα που ’ρχεται και φαίνετ’ η μορφή του,
τι θα του δώσει άραγε πάνω στην αλλαγή του;
Μην κι έχει κληρονόμημα τούτης της ιστορίας
και γίνει αγαθοδώρημα μιας νέας ευφορίας;
Και τι θα δουν τα μάτια τους σ’ αυτή την αλλαγή τους;
Πώς θαν’ τάχα η μέρα τους, στερνή, πρώτ’ η πνοή τους;
Χρονιά καινούρια έρχεται λεπτά, ώρες και μέρες
και ένα μέλλον μέλλεται μ’ αλλιώτικες ιδέες.
Έτσι ακούγεται παντού να λένε οι μεγάλοι
και στ’ ανθρωπάκια του Θεού έρχεται παραζάλη,
για ένα καλωσόρισμα μοναδικό στην πλάση,
το μόνο κι έχει γνώρισμα τ’ ονείρατα, τη δράση.
Φτάνει χρονιά κι αρχιμηνιά παρηγοριά μεγάλη
κι όλοι θα παίξουν στα χαρτιά στης μοίρας την κραιπάλη
Να ’χουμε τύχη και υγειά με ειρήνη, μ’ ανθρωπιά,
της εκατονταετίας και της χιλιετηρίδας
κι εμείς όλοι οι άνθρωποι θα έχουμε την τιμή
όλοι μαζί να ζήσουμε τη νέα αυτή αλλαγή.
Αιώνα, μέσα στο στρατί αυτό που’ χεις περάσει
«έμοιαζες» με λυσσομανή τυφώνα, νεκροθάφτη.
Κι άλλοτε ήσουν απαλός, στοχαστικός και πράος
κι άλλοτε έδειχνες ζεστός και σκέπαζες το χάος.
Μέσ’ απ’ αυτά διαλέξαμε τις πιο λαμπρές σου μέρες,
λίγες που τις ζηλέψαμε κι άλλες που ’ναι φοβέρες!
Κληρονομιά ν’ αφήσουμε στις νιόφερτες γενιές μας
και δρόμους θε ν’ ανοίξουμε στις ζωντανές στρατιές μας.
Πολλοί λένε πως σίγουρα θα ’ρθει η Παρουσία,
που αιώνες τώρα καρτερούν να δουν μια σωτηρία.
Άλλοι μιλούν για Σόδομα άλλοι μιλούν γι’ αντάρες
φτάνουνε, λεν, τα Γόμορρα και τ’ αλατιού οι στάχτες
Άλλοι λένε πως έφτασε το τέλος των αιώνων,
αφού δε σεβαστήκανε τις εντολές των νόμων
Και άλλοι, λεν, για το Θεό, πως δεν αντέχει πάνω
και το ’χει βάλει πια σκοπό στον κόσμο να ’ρθει κάτω.
Π’ άλλαξαν τον παράδεισο οι λίγοι κολασμένοι
και έφτιαξαν μια άβυσσο να ζουν οι απελπισμένοι.
Άγρια χορτάρια φύτρωσαν κι όλα μυρίζουν θειάφι
πολλά με λέπρα γέμισαν με τρόμο και σκοτάδι.
Αυτά ακούς να λέγονται απάνω στον πλανήτη
και κάμποσοι να φλέγονται σαν μια ουρά κομήτη.
Άλλοι να λεν, «ο σατανάς όλους θα μας κυριέψει
κι ότι κανείς δε θα μπορεί εμάς να προστατεύσει»
Κι από τ’ αστέρια άρχισαν να ’ρχονται επισκέπτες
τους είδαν και τους άκουσαν νύχτες σκοτεινιασμένες
Α ναι! Και άλλοι σκεφτικοί κοιτούν με αγωνία,
το νου τρυγά μια ταραχή τ’ ανθρώπου ιστορία.
Αυτοί μιλούν κι όλο κουνούν χέρια, ματιά, κεφάλι
κι ανήσυχοι όλο ρωτούν η γη, αν ζήσει πάλι.
Κι αυτό το σκούρο χώμα της αργά παύει να δίνει
τα αγαθά τα δώρα της, μας κυβερνά οδύνη
Παντού και σ’ όλες τις μεριές τα σπλάχνα της ανοίξαν
με μαχαιριές, με τσεκουριές την κατατεμαχίσαν.
Κι ακόμα λεν κι αργοθρηνούν, τ’ απλά τα ανθρωπάκια
γύρα τους πάντες να ρωτούν παιδιά της γης, κοράκια.
Αλήθεια, πού τα βρήκανε δικαίωμα και θράσος
και να χαλούν βαλθήκανε το πιο ωραίο δάσος;
Να μεγαλών’ η έρημος, ο ήλιος να χλομιαίνει
κι ο κόσμος, που ’ταν εύθυμος, βογκά κι όλο μικραίνει.
Άλλοι μιλούν γι’ αρρώστιες, για το AΙDS που μαστίζει
και μύριες πια ασθένειες ο κόσμος να γνωρίζει.
Το εμπόριο ναρκωτικών σ’ όλη τη γη απλώνουν
και τα παιδάκια των φτωχών οικτρά τα θανατώνουν
Η πείνα πρήζει τις κοιλιές πεθαίνουνε οι ανθρώποι
κι όλης της γης μας οι γωνιές γίνονται ξεροτόποι.
Παραξενιές και στα μωρά γεννιούνται αλλαγμένα
παράδοξα, μ’ αληθινά, πληθαίνουν κάθε μέρα!
Δολοφονίες κι έγκλημα έχουν την πρώτη θέση,
άλλοι το βλέπουν αίνιγμα κι άλλοι το βλέπουν μέθη,
Πόλεμοι άναψαν παντού σ’ Ανατολή και Δύση
και το κακό του χαλασμού τον κόσμο αφανίζει.
Ειρήνη πια δε φαίνεται κι η βία έχει το λόγο
η δυστυχία μαίνεται σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Φωτιές εδώ, καπνοί εκεί τα πράγματα αγριεύουν
και των δογμάτων αρχηγοί μας κατακυριεύουν
Κι άλλα πολλά ακούγονται, σ’ αυτή την εποχή μας
και τα ναυάγια γίνονται στις θάλασσες ταφή μας.
Ακόμα κι αερόπλανα πέφτουνε στον αέρα
προβλήματα αναπάντητα, τα ζούμε κάθε μέρα.
Κι η φύση έχει μολυνθεί, χάνει πια την υφή της
βροχές, φουρτούνες, παγετοί χαλούνε τη μορφή της
και οι σεισμοί δυνάμωσαν και κάνουν πανηγύρι
τα σπίτια μας τα σάρωσαν και ζούμε στην οδύνη.
Κι άλλοι μιλούν για θαύματα ετούτου του αιώνα
για θαύματα ανάρμοστα πρωτάκουστα, μα ζώντα.
Κι όλο τηράω να τον δω, γύρα μου, κάπου θα ’ναι
Αχ! Να τον αφουγκραστώ, η ανάσα του, πώς να’ ναι;
Μέσα στα χέρια μου τα δυο δικό μου να τον νιώσω
και στο στερνό του δειλινό μαζί του ν’ ανταμώσω
Μαζί, σα να ’μαστε αδελφοί τα χνώτα μας να σμίξουν
τα στόματα σαν αετοί τις δάδες μας ν’ αγγίξουν.
Κι αν είν’ αργά και νύχτωσε κι απέρασε η ώρα
μπροστά μας φτάνει, φούντωσε, μιας άνοιξης η φλόγα,
φτάνει να την κρατήσουμε στα χέρια μας γερά
μήπως την χαραμίσουμε, δε θα ’χουμε άλλη πια.
Κι όλο γυρεύω να τον βρω και να τον κουβεντιάσω,
σαν το χαμένο αδελφό τρέχω για να τον φτάσω,
να πούμε τα παράπονα καθένας τα δικά του
μικρά, θνητά κι αθάνατα να βάλω δω μπροστά του.
Και να καλέσουμε μαζί και τούτη την πατρίδα
η ύπαρξή μου είν’ γι’ αυτή κι είναι για με ελπίδα
Μα να, θαρρώ πως άσκοπα ψάχνω και περιμένω
κείνου η Δύση πέταλα στρώνει κι εγώ προσμένω.
Πέταλα που ’ναι άχρωμα και δεν τα βλέπει ήλιος
και οριζόντων ρεύματα που σβήνουν κάθε ίχνος
Α! Και θωρώ σαν θρόισμα ν’ ακούγεται σαν φύλλο
και μια σκιά, πώς τρόμαξα! Να ντύνεται στο γκρίζο.
Και άρχισα σαν ζωγραφιές τις σκέψεις μου να κάνω
και τα μαλλιά, σαν αγκαθιές, σηκώθηκαν απάνω.
Μην και δεν είναι χαρωπός; Μην κι είναι πληγωμένος;
Μήπως και νιώθει μοναχός κι είναι δυστυχισμένος;
Μήπως κι απ’ τη βιασύνη του ή κι απ’ την βαρεμάρα
χάθη η εμπιστοσύνη του και έπαθε λαχτάρα;
Τι να’ ναι αλήθεια απ’ αυτά και δείχνει πικραμένος
και βηματίζει βιαστικά κι είναι βαλαντωμένος;
Όχου, θαρρώ στην πάλη του όλα θα τα μπερδέψει
τόσο θολή η ζάλη του, πώς θε να τα ξεμπλέξει;
Δυο τρία χρόνια μείνανε για τούτον τον αιώνα
δυο ή τρεις χρόνοι δύσκολοι και έγειρε στο γόνα.
Τι θα ’χει για ν’ αποκριθεί στον άλλον, αν τον κράξει;
Τι θα ’χει να απολογηθεί την ώρα που θα φτάσει;
Μ’ ανακλαδιάρη πλάτανο μοιάζει πως έχει γίνει
σαν ένα δέντρο άκαρπο θέλει στη γη να γείρει.
Μες στη σιωπή του πνίγεται σαν φύλλο αργοπέφτει
κι όλο διαφρυάζεται, τίποτα πια δε μένει.
Ένα του φύσημα πλατύ που ’μοιαζε του Αιόλου
κάνει την πλάση να σκιαχτεί λες κι ήταν του διαβόλου.
Σαν αναστέναγμα γερό, μου φάνηκε εμένα
ψηλά κοιτώ προς το Θεό και τα ’χω πια χαμένα.
Σκέφτομαι, πως θα συναντηθούν κάπου κοντά στη Δύση
κι οι δυο δεφτέρια θα κρατούν που ο ένας θα τα σβήσει.
Και εκεί πού ξέρεις; Μπορεί ίσως να προλογίσουν,
να συζητήσουν σοβαροί και τέλος συμφωνήσουν,
σαν στρατηγοί στον πόλεμο φτιάχνουν τα σχέδιά τους
θα συζητούν τον όλεθρο κι όλα τ’ αρνητικά τους
Από το Νιο θα ρωτηθεί, πώς ήταν η ζωή του;
Κι ο Παλιός θ’ αποκριθεί, πώς ήταν η δική του;
Πού ξέρεις, τι να καρτερείς που’ ναι στοιχειά της φύσης;
Και τιμωρούς, ίσως τους δεις, αν θέλουν και τους ζήσεις
Ίσως και ν’ αγριέψουνε και να πιαστούν στα χέρια
και ίσως να γυρέψουνε παλιά, νέα δεφτέρια.
Κι ίσως, που ξέρεις, ν’ ακουστεί βαριά η εντολή του
αν θέμε να εφαρμοστεί τούτ’ η αποστολή του.
Μήπως συνήθισαν κι αυτοί στ’ ανθρώπου την κακία;
Γι’ άλλα ταχτήκαν οι λαοί μα ήρθε ασυδοσία.
Πώς θέλω να αναφερθώ εγώ σ’ εσέ αιώνα!
Και να σου ξομολογηθώ γονατιστός στο χώμα!
Σ’ εμέ που έλαχε η τιμή να δω το πέρασμά σου
και να βαδίζουμε μαζί με τα κατάστιχά σου,
κριτής δεν γίνομαι για σε, τρανό τ’ ανάστημά σου
δεν καταράστηκα ποτέ το χειραγώγημά σου.
Όμως περάσαμε εμείς πολλά μ’ εσέ αιώνα!
Απ’ την αρχή κι ώσπου να βγεις βρισκόμασταν στο γόνα.
Αίμα που κύλησ’ αχνιστό κι άφησε τον αχό του,
πένθος βαρύ κι οδυνηρό στο ημερολόγιό του.
Τάχα κι οι προγενέστεροι, τ’ είχαν να μας προτείνουν;
Τους άφησαν οι άνθρωποι τους πόνους ν’ απαλύνουν;
Τσιράκια τους εκάνανε χαστούκια τους ερίχναν
και στις φωτιές τους βάλανε και μαρασμό τους δίναν.
Σ’ ένα χορό τους ρίξανε να σέρνουνε βογκώντας
κοντά κι εμείς και φρύξαμε απ’ τους εχτρούς πονώντας.
Το Θούριο εμείς ακούγαμε, του Ρήγα μας Φεραίου
και απ’ αυτόν αντλούσαμε το σπάνιο του ωραίου.
Τη λευτεριά μας έδειχνε στα χέρια μας να φτάσει
και η ψυχή του έτρεχε σ’ ολόκληρη την πλάση.
Καλύτερα, μας έλεγε, να ’μαστε πεθαμένοι
παρά να ζούμε άψυχοι δούλοι, ταπεινωμένοι.
Μια λευτεριά μας άφησε, ζυμάρ’ απ’ την καρδιά μας
βγαλμένη και δεν έσβησε απ’ τα ιδανικά μας.
Κι από το αίμα τ’ αχνιστό τα κόκαλα, τις στάχτες
σύνθημα σκώσαμε ορθό της λευτεριάς τις δάφνες.
Μέσα στα χρόνια τα παλιά, κείνα του Εικοσιένα
όλοι με μια παλικαριά μ’ απόφαση, με αίμα
Καπεταναίοι άδραξαν και την εκάναν Έπος
στα χέρια τους τη σήκωσαν και τη βαφτίσαν Έθνος!
Σαν ήλιος φεγγοβόλησε πετώντας τα δεσμά της
και τα σκοτάδια φώτισε φορώντας τα χρυσά της.
Και διακήρυξαν πιστοί πλατιά τη σύστασή της
κείνη την ίδια τη στιγμή χλόμιασαν οι εχθροί της.
Πώς φώναζαν και έκρουζαν οι γίγαντες εκείνοι!
Για του Χριστού και τρόμαζαν οι άπιστοι οι σκύλοι
Και πάλι ξαναφώναζαν με πόνους, μαρτυρία
και λάβαρό της σήκωσαν την Πίστη την Αγία!
Τα καριοφίλια βλόγησαν, κάμποσοι δεσποτάδες
και τα χαντζάρια τράβηξαν, πρόγκιξαν οι αγάδες
Και της πατρίδας, έλεγαν και τρέχαν με μανία
δάκρυα καυτά και έκρωζαν για την Ελευθερία!
Πάνω ο ήλιος άστραφτε, φλόγιζε καριοφίλια
και η Ελλάδα πλάτυνε στα λεύτερα τα στήθια
και το ξεσήκωμα αυτό που άστραψε ως πέρα
σήκωσε πάνω το λαό και φώναζε, «Αέρα!»
Δεν άρεσε τόσο πολύ σ’ εχθρούς και σε συμμάχους
και απομένανε σκεφτικοί απ’ των Ρωμιών τους άθλους
Γαβγίζανε κι αφρίζανε, βρυχιόνταν και ξεσκίζαν
μαύρες παγίδες στήνανε και σιγοψιθυρίζαν.
Όχου, τι να πρωτοθυμηθώ τι να καταδικάσω;
Τι να πρωτοσυλλογιστώ τι να πρωτοθαυμάσω;
Α! Και κάμποσοι Έλληνες δεν ήταν αγγελούδια
εμπέρδευαν τις έννοιες, πρόδιναν τα λουλούδια
Πού και πού ακουγότανε έξυπνοι και μαστόροι
συμφεροντολόγοι, λέγανε, του έθνους οι εμπόροι.
Όλα αυτά που φαίνονται απάνθρωπα και σκληρά
τρανά είναι, δεν κρύβονται δε λέγονται αγαθά.
Κι έχουμε κάμποσα καλά που είναι μετρημένα
μα πιότερα είν’ τ’ άσχημα που μάραναν και μένα!
. . .
Ανέβηκα πα στα βουνά που ’φταναν στα ουράνια
που ’χαν μονάχα συντροφιά δάση, πλαγιές λαγκάδια
Ν’ αφουγκραστώ και τις φωνές σαν σκούζουνε τ’ αγρίμια
ζωές που μείναν μοναχές όλα τα μερονύχτια.
Μόνος για λίγο να βρεθώ μαζί με τη σκιά μου
σε δέντρο γέρικο, τρανό να γράψω τ’ όνομά μου.
Να κάνω τα παράπονα, σ’ εσάς βουνά και δάση
να φύγει πια το πλάνταγμα μαζί και το μαράζι.
Και θέλω μες στις ερημιές, που όλο μεγαλώνουν
μεράκια μου και πεθυμιές που μέσα μου πυκνώνουν.
Εδώ να βγουν, να ξεχυθούν στιγμές να ζωντανέψουν
στα πέρατα να ακουστούν και να τα ιστορέψουν,
Χορό ν’ αρχίσουνε μαζί και τα βουνά να τρέμουν
και όλα που ’χουνε ψυχή να ’ρθουν και να μερέψουν
και μες από τα στήθια μου να φύγει πια ο πόνος
που φτάνει ως στα μύχια μου κι απόμεινα πια μόνος.
Κι απ’ τη ματιά μου να χαθεί μαυρίλα που με ζώνει
και η χαρά να ξεχυθεί τα δάκρυα να στεγνώνει
Να παίξουν και τα όργανα, που είναι νεκρωμένα
ν’ αναστηθούνε όλα πια, άγια και πεπρωμένα.
Και δάσκαλός σας να γενώ σ’ αυτή τη χορωδία
μαύρα να πάψω να θωρώ να δω την αρμονία
Κιθάρα η Ανατολή λαούτο παίζ’ η Δύση
με πάθος και με μια ψυχή να ψάλλουμε τη φύση
Να κατεβεί ο Ουρανός με όλα τα παιδιά του
να ’ρθει αν θέλει κι ο Θεός με τα παράπονά του.
Κοντά να οραματιστώ την πιο Ακριβή μορφή
και να, που τώρα την καλώ να ’ρθει για μια στιγμή.
Κοντά να σύρω το χορό με την ψυχή χυμένη
να ’ρθ’ η Ελλάδα, σαν πηδώ, να μου κρατά το χέρι.
Να νιώσει τη λατρεία μου που έχω και δε σβήνει
μες στη γλυκιά αντράλα μου να τραγουδώ για Κείνη!
Και να της πω τα μάτια μου μάτια δικά της είναι
και μια αγάπη, Μάνα μου, έμφυτη που δε σβήνει.
Και να της δώσω με χαρά να σύρει ένα χορό
μάνα μου, να της πω γλυκά ήλιο μου σ’ έχω και Θεό
Μα να, που μένω μοναχός κι η ερημιά με πνίγει
και συλλογιέμαι διαρκώς, Εκείνη που μου λείπει.
Να δω ποθώ και σκέφτομαι τ’ ορίζοντα τη Δύση,
Δύση που τώρα χάνεται και πίσω δεν γυρίζει.
Να δω και την Ανατολή πώς βγαίνει κουρασμένη
και πως κοιτά στοχαστική τη Δύση που την παίρνει .
Μεγάλη έχει συλλογή αγογγυσιά που σβήνει
η άλλη της η χαραυγή τι τάχα να της δίνει;
Δύσεις πολλές επέρασαν με χρώματα, σμαράγδια
κι άλλες που σπιθοβόλαγαν μ’ ουράνια λαμπράδα,
μα πιο πολλές επέρασαν κι ήτανε αγγρισμένες
κι άλλες που καταχάθηκαν βαριά απελπισμένες.
Και φλογερές ανατολές φωτιές οι ουρανίσκοι
και μας φωτίζαν σαν θεές πόρφυροι οβελίσκοι.
Καλά κακά τα νιώσανε, ζήσανε τον αιώνα
τώρα συρτάρ’ ανοίξανε τα κάνανε κρυψώνα.
Νέος αιώνας έρχεται περνάει πια ο παλιός
αρματωμένος φαίνεται δυσοίωνος, σκυθρωπός.
Δείχνει να είναι δυνατός τα βάρη μας ν’ αντέξει
κι όλο βαδίζει σκεφτικός και ψάχνει να μαντέψει.
Τα βήματά του τα βαριά κοντά μας σαν πατήσει
την αγκαλιά του σαν παιδί, θ’ ανοίξει να μας σφίξει.
Φτάνει να δώσουμε ευχή στον άλλον π’ αργοσβήνει
που παίρνει δρόμο και φυγή και χάνεται στη Δύση.
Μεγάλος μέσα μου ο θυμός κι η πίκρα μου θεριώνει
και του αιώνα ο αχός που γύρα μου απλώνει,
άγριες φωνές ακούγονται και είναι λυσσασμένες
πάνω μου να ορμήξουνε κι όλες αλυχτωμένες.
Λύκοι φανήκαν νηστικοί και γέμισε η πλάση
έχουν ανθρώπινο κορμί, μ’ άγρια ψυχή και μαύρη.
Σαν την κατάρα που γυρνά έγινε η ζωή μας
κι όπως να την κοιτάξουμε μας δείχνει την πληγή μας!
Βάιος Φασούλας
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου